σπείρων — σπείρω sow pres part act masc nom sg σπεί̱ρων , σπεῖρον piece of cloth neut gen pl σπειράομαι to be coiled imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σπειράομαι to be coiled imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… … Dictionary of Greek
μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
σωληνοειδές — Αγωγός περιτυλιγμένος σπειροειδώς, σ’ έναν υψηλό αριθμό διαδοχικών σπειρών. Καθεμιά από τις σπείρες αυτές, όταν διαρρέεται από ρεύμα, ισοδυναμεί μ’ ένα μαγνητικό έλασμα (*μαγνητισμός). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του σ. συνίσταται στο ότι κατά μήκος… … Dictionary of Greek
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… … Dictionary of Greek
εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού … Dictionary of Greek